κλειδοκύμβαλο(ν)

κλειδοκύμβαλο(ν)
το пианино

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλειδοκύμβαλο(ν)" в других словарях:

  • κλειδοκύμβαλο — το μουσικό όργανο με χορδές που λειτουργεί με πλήκτρα, το πιάνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + κύμβαλον. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. clavecin. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ, Γιόχαν Σεμπάστιαν — (Johann Sebastian Bach, Άιζεναχ, 1685 – Λειψία 1750). Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Αμπρόζιους Μπαχ, μoυσικoύ factotum της μικρής πόλης, από τον οποίο έμαθε, στα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, να παίζει βιολί. Με τον θάνατο της… …   Dictionary of Greek

  • Ράινεκε, Κάρολος-Ερρίκος Κάρστεν — (Reinecke, 1824 – 1910). Γερμανός μουσουργός. Διετέλεσε επί αρκετό χρονικό διάστημα κλειδοκυμβαλιστής της δανικής αυλής και, αργότερα, καθηγητής των ωδείων Κολονίας και Λιψίας. Ως συνθέτης κατατάσσεται στους νεοκλασικούς. Ασχολήθηκε με όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • Τάλμπεργκ — (Thalberg, Γενεύη 1812 – Nάπολη 1871). Διάσημος κλειδοκυμβαλιστής. Νόθος γιος του πρίγκιπα Ντίτριχστάιν, σπούδασε στη Βιέννη και 15 χρόνων ακόμα προκαλούσε τον θαυμασμό του ακροατηρίου. Στα 16 του χρόνια συνέθετε έργα για κλειδοκύμβαλο, από τα… …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κλειδοκυμβαλιστής — ο, θηλ. κλειδοκυμβαλίστρια αυτός που παίζει κλειδοκύμβαλο, ο πιανίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδοκύμβαλον. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά] …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • Ράινμπεργκερ, Ιωσήφ-Γαβριήλ — (Rheinberger, 1839 – 1901). Γερμανός μουσικός. Διακρίθηκε ως συνθέτης οργανικής και φωνητικής μουσικής, της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη δεξιοτεχνία στην αντίστιξη και η ευγένεια της μελωδικής του φράσης. Ο Ρ. διατέλεσε καθηγητής …   Dictionary of Greek

  • Τάουμπερτ, Γκόντφριντ - Γουλιέλμος — (Taubert, 1811 – 1891). Γερμανός μουσουργός, γεννήθηκε και πέθανε στο Βερολίνο. Ήταν σπουδαίος κλειδοκυμβαλιστής καθώς και διευθυντής ορχήστρας. Mε αυτή την ιδιότητα εκτέλεσε χρέη στην αυλή του Βερολίνου και στο Μελόδραμα. Ήταν επίσης διευθυντής… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — το (λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο με πλήκτρα, κλειδοκύμβαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»